- κήκιε
- κηκίωgushpres imperat act 2nd sg (epic)κήκῑε , κηκίωgushpres imperat act 2nd sg (attic)κηκίωgushimperf ind act 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κηκίω — κηκίω, δωρ. τ. κακίω (Α) 1. αναβλύζω, εκρέω, τρέχω άφθονα (α. «θάλασσα δὲ κήκιε πολλὴ ἂν στόμα τε ῥῑνάς τε», Ομ. Οδ. β. «ἐκ βυθοῡ κηκῑον αἷμα», Σοφ.) 2. αναπέμπω («θερμὴν ἔτι κήκιε πόντος ἀϋτμήν», Απολλ. Ρόδ.) 3. μέσ. κηκίομαι (για αίμα) στάζω… … Dictionary of Greek